πρωτεϊκός

πρωτεϊκός
η ό[ν] постоянно меняющий свои взгляды

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πρωτεϊκός" в других словарях:

  • πρωτεϊκός — ή, ό αυτός που αλλάζει συνεχώς, όπως ο θεός Πρωτέας της μυθολογίας άλλαζε μορφές: Πρωτεϊκός χαρακτήρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωτεϊκός — ή, ό, Ν [Πρωτεύς] 1. αυτός που αλλάζει συνεχώς μορφές, που μεταμορφώνεται, όπως ο θεός Πρωτεύς 2. μτφ. αυτός που αλλάζει συχνά ιδέες, ασταθής …   Dictionary of Greek

  • πολυπρόσωπος — η, ο 1. αυτός που αποτελείται από ή στον οποίο παίρνουν μέρος πολλά πρόσωπα: Πολυπρόσωπο θεατρικό έργο. 2. μτφ., αυτός που παρουσιάζεται αλλαγμένος, με πολλές όψεις, πολύμορφος, πρωτεϊκός, ανειλικρινής, απατεώνας: Πολυπρόσωπος άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»